Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

ultima volta


Την τελευταία μου μέρα πάνω στη γη
ξαπλωμένη ανάσκελα σε φορείο
δεν αντέδρασα συνειδητά σε τίποτα,
είδα άσχημα πράγματα·
ζωώδεις κραυγές και τραύματα
ένα στόμα να εμέσει μαύρη πίσσα
έναν σωλήνα να βγάζει υγρά από το στομάχι
μου
ούρα και έμμηνο αίμα να με λεκιάζουν
οσμές βαθιάς πληγής στο κενό
της μνήμης που βιδώθηκε
στο κρανίο μου, την αγάπη
να αυτοκτονεί μέσα στον οισοφάγο
ενεργό άνθρακα στα χείλια
έναν λευκό γάτο στα πόδια
δύο μέρες έπινα νερό και
δεν ζούσα
(δεν) θυμάμαι να ίπταμαι
(δεν) θυμάμαι άλλη ζωή -
τον παράδεισο;
δεν θυμάμαι κάτι άλλο
από το πουπουλένιο κενό
(άχρωμο/ανάλαφρο/αρραγές/αχανές/
άβυσσος)
ο εαυτός δεν υπήρχε, ήρθε ο φοίνικας ,
η γέννησή μου ξεκίνησε·
ωχρή κάλπασα, ντυμένη
ένα μαλακό, ζεστό σεντόνι
ως την Γεωργία, ως τα βάθη του Σοχούν
κι εκεί την βρήκα,
την γυναίκα ρίζα
και ξύπνησα

Γιολίνα Καλενόβα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου