Βροχή. Ομίχλη. Τρικυμία.
Πού κρύφτηκε η ηρεμία;
Πρέπει να τα καταφέρει,
να σωθεί, άραγε μπορεί;
Μες στη βάρκα είναι μοναχός,
σύμμαχός του δεν είναι ο καιρός.
Τα δυο κουπιά σφιχτά κρατά,
διασχίζει τα πελώρια τα κύματα.
Δυνατός κρότος από κεραυνό ηχεί.
Πού να τρέξει να κρυφτεί;
Είναι φοβισμένος, έχει κουραστεί,
η δύναμή του σιγά σιγά εξασθενεί.
Αναμνήσεις από παλιά
του ρχονται στο μυαλό ξανά και ξανά.
Της γυναίκας του τα μάτια τα γαλανά,
τη φωνή του παιδιού να τον αποκαλεί "μπαμπά".
Άραγε θα ανταμώσουν; Θα τους ξαναδεί;
Ή από τη θάλασσα άδικα θα ηττηθεί;
Νερό γεμίζει την άδεια του τη βάρκα.
Ειν απ τη θάλασσα; Ή δάκρυα απ τα καστανά του τα μάτια;
Την ώρα που κουράγιο στα αστέρια αναζητά,
ένα κύμα τη βάρκα ανάποδα γυρνά.
Θέλει να φωνάξει, να ακουστεί,
μα μάταια, το χέρι του αφήνει το κουπί.
Ύστερα από πολλά, πολλά λεπτά,
ο ήλιος ανατέλλει από μακριά.
Η θάλασσα αρχίζει να ηρεμεί,
παντού απλώνεται ξανά σιγή.
Τι έγινε; Μπορεί κανείς να πει;
Θα σε θυμούνται η γυναίκα σου και το παιδί;
Ήσουνα στήριγμα για αυτούς,
Και τώρα που έφυγες τους άφησες μοναχούς.
Α.Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου