Νιώθω μια θλίψη δανεική,
θλίψη φτωχή και κάλπικη,
σαν να έπρεπε να αισθανθώ,
μα το συναίσθημα εκείνο κλάπηκε.
Σύννεφα αναθαρρεύονται,
πάνω απ’την ψυχή μου,
μα με νερό δεν ραίονται,
οι σκέψεις μου, καλή μου.
Μονάχα ο ήλιος κρύβεται,
αλλά ποτέ δεν βρέχει.
Το θάρρος μου πια πάει αργά,
καιρό έπαψε να τρέχει.
Μα ένα πείσμα μέσα μου,
ξερό, επιβιώνει,
το σύννεφο, λέει, εξαφανίζεται,
και ήλιο φανερώνει.
Έτσι κι εγώ, συγχώρα με,
τρελός θα παραμείνω,
και μέσα στην κακοκαιριά,
παράθυρα θα ανοίγω.
Γυμνός θα βγαίνω στην βροχή,
θα βλέπω στο σκοτάδι,
τον ήλιο μου θα χαιρετώ,
στο πιο βαθύ μου βράδυ.
Αρμάνδος Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου