Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Καρδιά


Η αριστερή κοιλία μεταφέρει το αίμα σε όλο το σώμα,
όπως εσύ που μεταφέρεις όλο το ενδιαφέρον σου παντού.
Ενώ, η δεξιά κοιλία στέλνει αίμα μόνο στους πνεύμονες,
όπως εγώ δίνω την αγάπη μου μόνο σε ‘σενα.
ακόμη και με τα όργανα του κυκλοφορικού συστήματος ταυτιζόμαστε.

Ανώνυμο 

Άτιτλο



Από του κόσμου τη ψευτιά ,ξεγλιστρώ
Διάολε σε βλέπω , στη γωνιά σου.
Άσε με εμένα , πεθαίνω ολημερίς

Και οι φίλοι μου, δεν με αισθάνονται.
Μόνος πορεύομαι, μόνος πεθαίνω
Και ας είμαι εγώ, ο μεγαλύτερος ψεύτης.

Εγώ, που βάζω φωτιά σε σάπιες φιγούρες
Ελπίζω, να βγει όμορφο αγριολούλουδο.
Και ας είναι να τρυπηθώ, αίμα δεν έχω.

Μόνο εσύ δεν ήρθες, απόψε.
Χάθηκες στην φαντασίωση μου.
Τάχα πως σε γδύνω, άλυτος γρίφος.
 Ας είναι, να ζήσω έτσι.
Ομορφοκόριτσο,
 στο βλέμμα σ΄έπιασα
στο βλέμμα σ΄εγδυσα,
 και ας με σκότωσες πρώτη

Ηλίας Στράντζας 

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

πυρ


ήταν η εποχή που οι γάτες σέρνανε και τα μωρά κλαίγανε μέρα - νύχτα
αν δεν ήταν άνοιξη μάλλον θα ήταν φθινόπωρο
ήταν μια μεταβατική περίοδος και για τους σκύλους
αλλά εμείς επιβιώναμε γιατί ήμασταν κενά
και τα κενά χωράνε παντού
χωρέσαμε
απο συρτάρια μέχρι και σε κουτάκια απο κονσέρβα
όταν καταλάβαμε φυσικά ότι είμαστε αέρας
θέλαμε να αλλάξουμε σπίτι και πόλη
και φίλους
τότε κάναμε χειραψία με την ασφάλεια και μείναμε πίσω
γιατί μετά ήρθε ο έρωτας
όταν πια δεν είχε άλλο να μας δώσει και βαρεθήκαμε
ψάξαμε για δουλεία αλλά δεν βρήκαμε
τότε πάλι θέλαμε να αλλάξουμε τη γη και να μείνουμε σε άλλον πλανήτη
ύστερα πάλι ήρθε η διάσπαση προσοχής και τρέχαμε σαν τους ηλίθιους να επιβιώσουμε
και τρέχαμε τόσο που ξεχάσαμε και τη γη και την πόλη και το σπίτι μας
γίναμε οι καλύτεροι δρομείς με γυμνασμένες γάμπες
Μ.

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

14/07/16



Έχει κάτι το ευγενικό,κάτι που μοιάζει
πολύ με τις πρώτες εικόνες που φαντάζεσαι
όταν μπαίνεις στην εφηβεία,γιατί μετά καθώς μεγαλώνεις
οι εικόνες γίνονται πολύ πιο σκοτεινές..διαφορετικές(!)
από αυτές που φανταζόσουν
(το χάδι δεν είναι πια χάδι
και η αγκαλιά κάτι παραπάνω από αγκαλιά)
Τα δάχτυλα του δεν βουλιάζουν στο σώμα σου
παρά το αγγίζουν και εξερευνούν
έως ότου έρθει η στιγμή,που σαν δύτες θα χαθούν
στα πιο απύθμενα σημεία
θα χαθούν
και ξανά ανέβουν πάλι στην στεριά
στα χείλη σου
και σε αγκαλιάσουν σαν να είσαι η μόνη άγκυρα
που εκείνη την στιγμή
μπορεί να τους κρατήσει από τον πνιγμό
τα δάχτυλα του ακουμπούν το στήθος σου
μονάχα
γιατί είναι το ομορφότερο
εσύ πάλι ακουμπάς το δικό του
γιατί δεν ξέρεις που να αγγίξεις
αν το ήξερες,τώρα που ξέρεις
θα έμενες περισσότερο
για να μπορείς όταν δεν είστε κοντά να το νιώθεις
κι'όταν περάσει καιρός
ν'ακουμπάς τον βράχο στη θάλασσα
που πήγατε μήνα Απρίλη
και τα κοχύλια να μην είναι εμπόδιο
τα δάχτυλα σου να θυμούνται ακριβώς
το σχήμα,το χρώμα,την υφή
τα δάχτυλα σου να θυμούνται ότι το στήθος του
ήταν απαλό
πολύ απαλό
ο έρωτας
κλαίει στα πάρτυ για πάρτη σου
χωρίς να πιει αλκοόλ
χορεύει μαζί σου όχι γιατί το επιβάλλει η περίσταση
ή γιατί σε κοιτάει ο πρώην
αλλά γιατί η μουσική ταιριάζει απόλυτα
στην διάθεση του
την χορευτική
όταν είναι κοντά σου
τα χείλη του σε φιλούν ακαθόριστα
και ακανόνιστα
το σώμα του είναι δικό σου
το σώμα σου,δικό του
τα φιλιά σας γράφουν ποιήματα
τα ποιήματα γράφουν για εσάς
τα σεντόνια δεν είναι ποτέ ξανά ίδια
τα χείλη του δεν πνίγουν το δέρμα σου
τα χείλη του είναι το φεγγάρι
η θάλασσα
χύνουν δάκρυα ζωής
Υγρά,παντοτινά..
Ο έρωτας είναι ευγενικός
και ο πρώτος
Αγάπη μου
Μοναδικός

Φλέρυ

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Άτιτλο



Νομίζετε είμαι ανώριμη
ή εσείς πολύ ώριμοι
για να ανέχεστε την ωμότητα των καιρών.
Είναι ο κόσμος των μεγάλων , των κατασταλαγμένων,
των σοβαρών και των υπευθύνων.
 Γιορτάστε, κύριοι, τη χαμένη σας αθωότητα
 Καλωσορίστε την προσαρμογή
και την υποταγή που σας χαμογελάει.
 Όλα αυτά που διδάσκετε στο παιδί
για να γίνει ο μικρός ενήλικας των ονείρων σας.
Ο ανθισμένος δρόμος της προόδου σας βρωμάει μα και ξεφτίζει.
Κι εκεί βρίσκεται η ελπίδα,
σε κάθε ιερό σας λίθο που γκρεμίζεται,
σέρνεστε πίσω του - φρουροί, να σώσετε το κατασκεύασμα των ηλιθίων.
Μα ο Βολβός μας ξεπροβάλλει πάνω στ' αποκαΐδια σας.
Φαντάσου ένα κόσμο αλλοτινό όπου, οι φωνές, τα γέλια,
οι σκέψεις των παιδιών θα έμπαιναν σ' ένα τρένο
και θα ταξίδευαν
 ελεύθερα
κυρίαρχα
 σκέψου ν' ανάβλυζε απ τα βαγόνια η φαντασία τους
να γιόμιζε ο τόπος.
Γι' αυτόν το κόσμο ζω
 Και να σου πω κάτι;
Νομίζω άκουσα ένα τσάφ τσούφ.

Λίνα Πο.

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Άτιτλο


ξερνώντας με αγάπη για τη ζωή,
ούρλιαξα αίμα και κανείς δε το είδε, ακόμα κι αν ουρλιάξαν κι άλλοι
γιατί έγινε ένα με το χώμα ξανά,
κι ας το μυρίζουμε καθημερινά επειδή δήθεν μας αρέσει,
κι ας γουστάρω κι η ίδια δε τ αρνήθηκα,
όμως είδα πως τα γούστα είναι ταμπού
επειδή το σύστημα μας θέλει μηχανές.
Κρυφτήκαμε στο κουστούμι του θανάτου
επειδή ερωτευτήκαμε τη ζωή,
κι όσοι το πάθος αναζήτησαν, θαμπώθηκαν απ'τα αστέρια
ενώ προχθές τα φτύναν,
κι όλοι μαζί πριν προλάβουμε να μας δούμε κάτω απ'τις μάσκες που μας φορέσανε, ενωθήκαμε, ενώ οι δαίμονες μέσα μας,
μόλις είχαν αρχίσει να σηκώνουν το ένα τους φρύδι γελώντας.
(Ξ)έφυγα γιατί πεινούσα ενώ καύλωνα μέρα με τη μέρα
μέχρι που μου έδωσαν να φάω πτώματα,
''τρως αίμα, δίνεις αίμα'' μου παν,
κι όταν προσφέρθηκα να κεράσω μόνο,
χαμογέλασα καθώς τους έδειξα τα δόντια
φάνηκαν τα ούλα μου που ήδη είχαν αρχίζει να στάζουν
και ξεκαρδιστήκαμε.
Έγινα άντρας σφαδάζοντας από οιστρογόνα μαριονέτας,
έγινα γυναίκα κόντεψα να πνιγώ από τεστοστερόνη κλόουν,
ενώ όλοι νιώσαν ότι περιορίζεται η ανασφάλεια των, θυμήθηκα τα γούστα ξανά.
Ο Φρίντριχ κι ο Αδόλφος μου έδωσαν συγχαρητήρια
μετά από καιρό για τα ταλέντα μου αυτά
κι ας μην τους είπα ότι ο Άδωνης τελικά δε με φίλησε.
''Θελήσαμε οι άνθρωποι να είμαστε μηχανές'' μου είπαν
''πως αλλιώς ν αντέξουν την πραγματικότητα''.
Πριν δυο μέρες δεν άργησα να τους ξαναδώ σ ένα πάρτυ
πριν μπουν, φτιαχνόντουσαν.

Vapantou Panda

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

άτιτλο



εβαλες το πλυντηριο στο συντομο προγραμμα
δεν ειχαμε πολυ χρονο
εκατσα στον μαρμαρινο νεροχυτη
ηταν σε αθλια κατασταση
πορτοκαλια και πιατα
ποτηρια κουζινικα
να βρωμανε
μου ειπες
-με ρεγουλα να πιεις το εκχυλισμα της βανιλιας
ηταν σπιτικη
κλειστη στο βαζο και μυριζε βοτκα ολο το σακουλι
σου ειπα
-ειμαι ερωτευμενος με τον αδερφο σου
-θα την πιεις ολη την βανιλια,
θα τελειωσει σε λιγο το πληντυριο.
αυτες τις εξομολογησεις στους γεματους νεροχητες
με τα ξεχυλα τασακια
και τα πορτοκαλια
δεν τις μπορει
ουτε ο μπαμπας.
μπιπ.γκλουκ.

Τάκης Μενεξές

Νανούρισμα



Ξαπλώνω δίπλα σου.
Οι χτύποι της καρδιάς σου είναι
το μελωδικό μου νανούρισμα.
Γέρνω πλάι σου ακουμπάω
το χέρι μου στο στέρνο σου
για νιώθω τους χτύπους σαν
να είναι και δικοί μου.
Ακουμπάς το χέρι σου πάνω
στο δικό μου. Ανοίγω τα μάτια,
και σηκώνοντας λίγο το
κεφάλι, χαμογελάω, ξανά κλείνω
τα μάτια μου απολαμβάνοντας
την ησυχία που προσφέρεις στο μυαλό και τις σκέψεις μου.
Αγαπώ το νανούρισμα μου.

Έχεις αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές μου.
Έχεις κάνει μια βαθιά τομή στο
κεφάλι μου, έχεις βάλει εσένα και
όσα αγαπάς μέσα και έπειτα…έπειτα
τίποτα. Ένα χάος. Αυτό. Αυτό είναι.
Ένα χάος. Το δικό μου όμορφο χάος.
Που κάνει τις τρικυμίες μου να κοπάσουν.
Τις μετέτρεπε σε μια ήρεμη καθάρια
θάλασσα. Μαγεία. Έτσι θα μπορούσα
να το χαρακτηρίσω.

Μέσα στον ύπνο μου-και λίγο επίτηδες- πιάνω
το χέρι σου και ενώ κοιμάσαι το
κάνω να αγκαλιάσει την
μέση μου και να ακουμπήσει
την κοιλιά μου.
Λίγο ταραγμένος, σηκώνεις το
κεφάλι σου και καταλαβαίνω
ότι κοίταξες προς το μέρος μου
και ξανά κοιμήθηκες
έχοντας το χέρι στην κοιλιά
μου, να κουνάς τα
δάχτυλα σου σαν να
προσπαθείς να την χαϊδέψεις.
Το νανούρισμα μου είναι
το ομορφότερο στον κόσμο.

Χριστίνα Ντόνε

Πότε θα σταματήσει η βροχή;


Νύχτωσε πάλι και η ώρα πέρασε,
Και όπως στις περισσότερες νύχτες τελευταία,
ψάχνω πάλι, άσκοπα, να βρω νοήματα.
Λες και υπάρχει κάποιο νόημα σε οτιδήποτε από αυτά που ζω.

Υπήρξαν μέρες ηλιόλουστες, γεμάτες  χαρά.
Μα τώρα 21 Δεκέμβρη. Κρύο και μοναξιά.
Και κανείς δεν ενδιαφέρεται αν εγώ σιγολιώνω.
Αν τα μάτια μου δεν έχουν σταματήσει να κλαίνε.

Φοράω καιρό τώρα το προσωπείο του «Καλά είμαι, ναι, την παλεύω».
Μα όταν είμαι μόνος δεν υπάρχει χώρος για μασκαρέματα.
Δεν είμαι καλά. Μέσα μου χίλιοι κόμποι.
Στο μυαλό μου εκατό διαφορετικά «Γιατί;»

Γιατί έφυγες; Γιατί με ξέχασες;
Γιατί εσύ, που με είδες τραυματισμένο δε με βοηθάς;
Γιατί δε με κοιτάτε;
Γιατί δε πάτε στο διάολο να ησυχάσω;

Πάλι κοντεύω να σπάσω τα δόντια μου, από το σφίξιμο και το βάρος.
Πότε τελειώνει επιτέλους αυτό;
Πότε θα ηρεμήσω;
Πότε θα σταματήσει η βροχή;


Σ.Λ.

Κήπος των θαυμάτων

Στον κήπο των θαυμάτων
ο χρόνος δεν κυλά
κρεμάμε το ρολόι μας στη μπάρα.
Άλλοι μας από λύπη
κάποιοι από χαρά
όλοι με μία ανείπωτη λαχτάρα.
Ταράζουν τα ποτήρια μας
πολύχρωμα υγρά
χρόνια ήταν κλεισμένα στο σκοτάδι.
Λουλούδια βγάζουν ρίζωμα
άνθη χρωματιστά
κάποια θα μαραθούν αυτό το βράδυ.

Νίκος Κρίνης

Λούπα.


Στην ίδια λούπα πάλι και δεν έχει καν χρώμα.
όχι δεν είναι στο μυαλό μου ούτε φαντάζεσαι τι πέρασα-
ακόμα.
- Δεν καταλαβαίνεις , ο ρομαντισμός δεν είναι αυτοσκοπός.
Η αγάπη θα μας κάνει πάλι κομμάτια.
το να φοβάσαι να την νιώσεις αυτός είναι ο εχθρός.
-Πες την αλήθεια, θέλεις να ζήσεις χωρις εμένα;
-Ναι
Μα πως;
Κι εγώ που δάκρυσα τόσο και ζητούσα μια λέξη
σφίγγω τα μάτια και εύχομαι κανείς ποτέ ξανά να μην με διαλέξει.
Γιατί τα μάτια δεν λένε πάντα την αλήθεια, και αν δεν το ξέρεις
αυτό που σε σκοτώνει είναι η συνήθεια.
Είσαι πολύ μακρυά και εκεί να μείνεις
όσο πιο κοντά τόσο αργοσβήνεις.
Σαν ξεθωριασμένο ρούχο που με δείχνει άχρωμη
σε μια απέραντη έρημο οριστικά μόνη
κι έτσι θέλω να μείνει.
Θα ήθελα το χθες να έχει έναν διακόπτη,να σβήνει.
Τα βράδια στο μπαλκόνι με ένα τσιγάρο στο χέρι όταν με πνίγει ο καπνός, σκέφτομαι :
Ήσουν τόσο δειλός.

Tea Vaxevanou


Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Άτιτλο


Φίλα με.
Με φιλάς ,δυο φορές δική σου.
Kαμιά υπόσταση του ‘’έρωτα’’,
χωρίς τη θέα του κορμιού σου.
Αρνούμαι τη μέρα,
Αρνούμαι τη νύχτα.
Στο ενδιάμεσο ζώ.
Οι φλέβες του χεριού σου,
οι φλέβες μου.
Ζηλεύω ότι τρώς ,
Το καταπίνεις.
Ολόκληρη μέσα σου, εγώ.
Εγώ.
Δικό σου κομμάτι,
δική σου γη,
να σπέρνεις,
να θερίζεις,
ν’ ανθίζει.
Μέσα μου, εσύ.
Κανένας πόλεμος,
Καμία δυστυχία,
Ούτε πείνα,
Ούτε χυδαιότητα.
Μέσα μου, εσύ.
Έτσι πρέπει να ορίζεται η αιωνιότητα,
Κάπου ανάμεσα στη σάρκα σου
και στη δική μου.
Φεύγεις.
Ο ήλιος καίει.
Ο ήλιος ,εσύ.
'' Ρ''

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Συντεταγμένες


δε θέλω τα δικά μου χέρια
ή έστω
δε θέλω μόνο τα δικά μου χέρια
θέλω τα δικά μου μάτια
αλλά δε θέλω τα δικά μου χέρια πάνω στα δικά μου μάτια
θέλω τις δικές μου φωνητικές χορδές
αλλά δε θέλω μόνο μια γλώσσα
δε θέλω να είμαι λιγότερο από σένα
αλλά δε μου φτάνω κιόλας
θέλω να έχω την έκφρασή σου όταν σε βλέπω
θέλω οι μύες μας να συσπώνται ταυτόχρονα
θέλω να είσαι
όταν δεν είμαι
δε θέλω να είμαι
όταν δεν είσαι

Α.

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

Άτιτλο


Τώρα ήρθε η ώρα να μιλήσω εγώ και άκου πως φωνάζω, τέτοια οργή που έχω κρυμμένη πώς γίνεται να μην την ακούει κανείς;
Θα ήθελα να ήξερα τι συμβαίνει μέσα σας άνθρωποι.
δεν γίνετε να νιώθω μόνο εγώ έτσι, ξέρω ότι με ακούτε ξέρω ότι μπορείτε να με καταλάβετε το βλέπω στα μάτια σας, την ίδια θλίψη μοιραζόμαστε ,
πείτε μου κι εμένα το μυστικό σας άνθρωποι, πώς καταφέρατε να την κρύψετε τόσο βαθιά;
πώς καταφέρατε να την κάνει να μοιάζει ανύπαρκτη;
Τόσο καλοί ηθοποιοί, αλλά τί αξία έχει η παράσταση όταν μαζί με σας υποκρίνονται και οι θεατές;
Φοβηθήκατε την γύμνια και τώρα το δέρμα μας έχει χαθεί ,κανείς δεν μπορεί να το αγγίξει, ίσως να πιστέψουμε ότι δεν υπήρξε ποτέ, ίσως να μην υπήρξαμε κι εμείς οι ίδιοι

Ε.Μ.

Νο φιλτερ γαμώτη μου


Ήθελα να βάλω φούστα — δε φοράω συχνά φούστες.
Είχε λάστιχο στη μέση, υπέθεσα πως δε θα μου πηγαίνει γιατί θα με πιέζει και θα με δείχνει χοντρή, κι έτσι φόρεσα ένα λαστεξ για να συμμαζέψει λίγο τους γοφούς μου.
Φόρεσα τη φούστα και τη μπλούζα που είχα διαλέξει και απογοητεύτηκα.
Με ζουλούσαν πολύ τα ρούχα και φαινόμουν χοντρή.
Στεναχωρέθηκα.
Αποφάσισα να φορέσω τελείως άλλα πράγματα.
Άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου ξεκινώντας από το λαστεξ.
Και τότε έγινε κάτι μαγικό.
Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη φορώντας τη φούστα, το καλσόν, και το κολλητό μπλουζάκι μου
και ήμουν πανέμορφη.
Το σώμα μου ήταν πανέμορφο.
Οι καμπύλες μου ήταν ομοιόμορφες χωρίς κάτι να προσπαθεί να τις διορθώσει.
Κι είπα ένα μεγάλο "άντε γαμηθείτε" σ' όλα τα πράγματα που φτιάχτηκαν για να μας δείχνουν πιο αδυνάτες.
Ήθελα πολύ να με βρίσω γιατί είχα αποφασίσει πως δεν είμαι αρκετά καλή,
χωρίς καν να το διαπιστώσω πρώτα.
Κάθε φορά που προσπαθείς να σε διορθώσεις σου λες ότι δεν είσαι αρκετά καλός.
Και δε λέω, καμιά φορά καλά κάνουμε και μας διορθώνουμε,
γιατί προφανώς δεν είμαστε σ' όλα τέλειοι.
Αλλά όχι ρε, δεν ξαναφοράω λαστέξ.
Οι καμπύλες μου είναι τέλειες.
Όλες οι καμπύλες είναι τέλειες.
Γαμώ τις ανασφάλειες.

Στεφανία Ιναρτάκ

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Αφρόλουτρο


Εδώ τον πρώτο λόγο έχουν οι ταλαιπωρημένες αμφιβολίες μας,
οι γενναίες πλην αποτελεσματικές κουτουλιές στη ντουλάπα
οι χοντροκομμένες υποθέσεις.
Τη δυσωδία του αφρόλουτρου να απογυμνώνει το δέρμα απ’ τα χάδια της φθοράς
τις μαζικές δολοφονίες σε γειτονιές μικροβίων
- αδίστακτα χάπια
αδίστακτους γιατρούς, αν συναντήσεις, μη
μη λυπηθείς την απέχθεια
κοίτα την ίσια στα μάτια
χαμογέλα της πεισματικά
και γέλα, γέλα παράφωνα
γέλα παράφορα
ή
κλάψε από ανία

Βιζ

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Άτιτλο


Θα 'θελα να ήμουνα μπαλκόνι,που την πόλη από ψηλά χαζεύει,
να με χτυπάει ο ήλιος και άλλοτε η βροχή να με μουσκεύει.
Με ένα τραπέζι γυάλινο που κάθονται παιδιά,
με γλάστρες και πουλιά,που κελαηδούν ειρωνικά,εγκλωβισμένα σε κλουβιά.

Θα 'θελα να ήμουν όλα αυτά και όχι αυτός που φεύγει...
Θα 'θελα να ήμουνα μπαλκόνι,που η βουή των δρόμων το ζαλίζει
Που παράμερα ,ένα γράμμα γράφοντας,τσιγάρο ο γείτονας καπνίζει.
"Ρε γείτονα,τι διάολο την σκέψη σου ζορίζει;"
Μα αυτός ρεμβάζει στο κενό όσο από μέσα βρίζει.
Γέλασε λίγο ψεύτικα,ποιος ξέρει τι τον πλήττει.

Θα 'θελα να ήμουν όλα αυτά και όχι αυτός που λείπει...
Θα 'θελα να ήμουνα μπαλκόνι σ' έναν όροφο ψηλά,
που δύο νέοι κάναν' όνειρα,μεγάλα και ανέφικτα.
Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει στο νοτιά
τη θάλασσα,που στη νηνεμία,μοιάζει με καθρέφτη.
Μα αφού δεν είμαι όλα αυτά,με πέρασες για ψεύτη.
Θα 'θελα να ήμουν όλα αυτά και όχι αυτός που πέφτει...
Κώστας

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

Έμαθα πως


Έμαθα πως λες για ‘μένα, πως μου τα ‘χεις μαζεμένα,
που δε σε ρωτάω πλέον, τι να κάνεις, πως περνάς.
Κι απ’ την τόση απουσία, βλέπεις μόνο αδιαφορία
και με τόση αδικία, πως αντέχεις, πως κρατάς;
Για θυμήσου, περασμένα βράδια, που κι οι δυο σαν ένα,
πάντα στο δικό σου πλάι, να καλύπτω τα κενά.
Κι αν μπορείς να μη ξεχάσεις και τις πιο καλές μας φάσεις,
τα ταξίδια και τα δώρα και τα γέλια τα πολλά.
Κι ένα σύννεφο στο βάθος και μπροστά μόνο ένας βράχος
σαν καράβι σε φουρτούνα, που δε βρίσκει τη στεριά.
Κι οι φτωχοί συνεπιβάτες τρέφονται με οφθαλμαπάτες
-που να ‘ξέραν οι στεριές τους ότι θα ‘ναι χωριστά.
Και θυμήσου κάτι ακόμα, να ‘μαι εκεί, ψυχή και σώμα
και στις πιο δύσκολες μέρες, να λακίζεις, να ξεχνάς.
Και ντροπή του εαυτού μου, που στην κρίση πανικού μου,
δε σου έστειλα να μάθω, τι να κάνεις, πως περνάς.

Πελώριο Κβάντο

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Αγαπήσαμε Τόσο Πολύ Τον Θάνατο Που Γίναμε Εραστές


Μέρος Ι: "Έρωτας"

Υποτάσσομαι με μια ενδελεχούς αυτοκαταστροφή μέσα στο κορμί σου,
"κάνε με μονάχα να πονάω" σου λέω "θέλω όταν πεθάνω να πάρω μαζί μου τα σημάδια σου,
θέλω όταν πεθάνω το σώμα μου να έχει σχισμένες σάρκες και ανοιγμένες φλέβες
από τα νύχια και τα δόντια σου, θέλω όταν θα λείπεις μακριά
να χαϊδεύω τις πληγές και να γιορτάζω έναν ακόμη θάνατο πάνω στο κορμί μου."
Αυτές τις στιγμές της ίασης,
αυτές τις στιγμές της σήψης,
αυτές τις στιγμές της ηδονής
που καταστρεφόμασταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου,
και όταν κοιμόσουνα εγώ ξαγρυπνούσα πλάι σου και σου ψιθύριζα:
"άσε με να σκορπίσω λίγο ακόμη φως μέσα στον κόσμο σου
για να μπορώ να σε κοιτάζω στα σκοτεινά όταν θα κοιμάσαι,
άσε με να πνιγώ μέσα στο παραμιλητό σου
για να μην έρθει ποτέ ξανά η αυγή..."
και είναι τόσα ακόμα που θέλω να σου πω
μα οι λέξεις κρέμονται στον λαιμό μου σαν θηλιές
και δεν βγαίνουν από τα χείλη,
όμως ξέρω πως όταν τα λόγια χάνουν τη σημασία τους
μονάχα τότε είναι που εμείς γινόμαστε ένα.
Θυμήσου τους αναστεναγμούς μας που ηχούσαν τόσο όμορφα στα μισοσκότεινα δωμάτια,
που έκλειναν από μόνα τους τα μάτια και έμενε μονάχη της η Μουσική να μας κοιμίζει,
ύστερα που ξημέρωνε αργά, και εκεί που η Σελήνη συναντούσε το φως της αυγής,
εκεί είναι που εμείς πεθαίναμε αγκαλιά για να μείνουμε μαζί για πάντα...
Μέρος ΙΙ: "Μοναξιά"
Τώρα που είσαι όταν οι μεγάλοι δρόμοι της Αθήνας νεκρώνουν από τη βροχή?
όταν οι νευρωτικές χαρακιές στις φλέβες ανοίγουν ξανά για σένα?
όταν νυχτώνει και οι μελωδίες ηχούν σπαρακτικά μέσα στα αυτιά μου, για σένα?
Που είσαι όταν δεν είσαι εδώ?
Στερήθηκα την παρουσία σου,
την ομορφιά των χειλιών σου,
τον ήχο της σιωπής σου.
Στερήθηκα την αρμονία της ύπαρξής σου,
στερήθηκα εσένα και ό,τι έχω μάθει να αναιρώ μέσα στο κορμί σου.
Τώρα κάθε φορά που νυχτώνει μένω μόνος να κυνηγάω τις σκιές
που αφήνει πίσω του το φως, σε βρίσκω εκεί,
κάπου ανάμεσα στις σκιές, σε καπνούς και μελωδίες κλαις μοναχή.
Ένα απέραντο νεκροταφείο έγινε το κορμί σου
και εγώ τόσο μικρός, τόσο ζωντανός
πως να σε αγκαλιάσω?
Μια αργόσυρτη, μακάβρια μελωδία η φωνή σου
και εγώ μονάχα μια ξεχασμένη της νότα στην άκρη των χειλιών σου,
άσε με τουλάχιστον να την τραγουδήσω
πριν ξημερώσει άλλη μια μέρα στη νεκρή αγκαλιά σου,
μείνω μόνος και καταλάβω πως είμαι ακόμα ζωντανός...
Μα δεν προλαβαίνω, ξημερώνει, οι φιγούρες όλες χάνονται μπροστά στα μάτια μου,
δεν προλαβαίνω να ζήσω, ξημερώνει, χάνω το κορμί σου μέσα από τα χέρια μου,
και όταν, στο ημίφως πλέον, ξανακοιτάζω τη φωτογραφία σου
που είχα όλη νύχτα αγκαλιά στο στήθος μου,
με πιάνουν τα κλάματα,
μα πως χωράει τόση θλίψη, τόση μοναξιά
μέσα σε ένα τόσο μικρό κομμάτι χαρτί?
και όλες αυτές οι σιωπές πως γίνεται
να έχουν ακόμα μέσα τους εγκλωβισμένη τη φωνή σου?
Μέρος ΙΙΙ: "Νοσταλγία"
Νύχτα αγέλαστη, σημαδεμένη,
εσύ είσαι που κρατάς αιώνιες τις στιγμές
και ανέλπιδες τις ελπίδες,
εσύ ήσουν που στον τελευταίο αποχωρισμό της
με πήρες αγκαλιά και μου ψιθύρισες γλυκά:
"μη φοβάσαι, αυτός ο πόνος δε θα τελειώσει ποτέ, θα σε καταστρέφει για πάντα."
Τώρα πλέον έμαθα να ζω απ'την αυθυπαρξία των τρελών
και απ'τα τραγούδια των μεθυσμένων έμαθα την αλήθεια,
έμεινα μόνος και έγινα η Μουσική όλων
των απελπισμένων πραγμάτων γύρω σου για να με θυμάσαι
και τα ξυράφια χαϊδεύουν δεσποτικά τις πληγές μου για να μη σε ξεχάσω ποτέ.
Τη μοναξιά, φως μου, μόνοι μας την επιλέξαμε...
Μου λείπεις ακόμα,
σε ευχαριστώ όμως για όλο τον πόνο
που μου χάριζες κάθε νύχτα που ήσουν μακριά μου,
όλες τις νύχτες που ήσουν μακριά μου,
σε ευχαριστώ για την απόλαυση της εγκατάλειψης σου,
για την επιδείνωση της σχιζοφρένιάς μου,
σε ευχαριστώ που δεν είσαι πια εδώ.
Πάντα κάποιοι θα μένουν πίσω να θυμούνται αυτά που έχασαν,
γι'αυτό και σκαλίζω στα κρυφά μια μάσκα με το πρόσωπό σου,
έτσι, για να ξεγελιέμαι τις νύχτες πως είσαι ακόμα εδώ και να χαμογελάω,
γιατί, ποτέ δεν ήμουν εγώ, εδώ, ολόκληρος,
πάντα σε άλλους πόνταρα τη ζωή μου...
Μέρος ΙV: "Θάνατος"
-Ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι με αλκοόλ έχει μείνει, άδειο το δωμάτιο
και δίπλα μια ψυχή να φωνάζει απεγνωσμένα "γιατί;".
Δεν υπάρχει πια αγκαλιά που να αντέχει το κορμί του...

Απόλλωνας Τσέρνας


Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Άτιτλο

Πόσο ανακουφιστικό είναι το σκοτάδι.
Θυμάμαι τον γιατρό να προσπαθεί να καταλάβει τι φοβάμαι, τις φοβίες μου
να με ρωτάει τι σχέση έχω με το σκοτάδι;
να του απαντάω "εξαιρετική"
να νομίζει πως ειρωνεύομαι
να του εξηγώ πως μιλάω σοβαρά.

Το σκοτάδι είναι ένα μαύρο, σέξυ, υγρό πράγμα.
Κάπως σαν το αγαπημένο σου εσώρουχο.

Σκέφτομαι, που λες, σκοτάδι
ένα υγρό πάτωμα που μετά από λίγη ώρα κολλάει
κι είναι σκεπασμένο με γόπες·
γόπες κόκκινου χρώματος

Ήθελα να σου δαγκώσω τον σβέρκο σχεδόν βίαια.
Δεν ήθελα να σου γλείψω το αυτί αργά.
Ήθελα να μπήξω τα δόντια μου στον σβέρκο σου.
Το σκοτάδι με κάνει να θέλω τέτοια πράγματα·
το αλκοόλ επίσης.

υγρά πατώματα
υγρά εσώρουχα
υγρά μάτια
υγρά παρμπρίζ.

Όλα μ' αρέσουν περισσότερο όταν βρέχονται.

Στεφανία Ιναρτάκ

Ο γείτονας

Ο γείτονάς μου είναι μαέστρος. Διευθύνει την ορχήστρα των ψιθύρων πίσω από την πλάτη μου. Ευδοκίμησε το ψέμα του και βγάζει καρπούς από αγκάθια και πέτρες. Κι όσο για την κωλοτρυπίδα του κι αυτή τεράστιο αυτί έχει βγάλει.

Θανάσης Πάνου

Ήρθε πάλι

αυτή η ώρα ήρθε πάλι
για να σε διώξω απ’ τη ζωή μου, έστω για λίγο
για να μη γίνομαι σκουπίδι, σκέτο χάλι
κάθε βράδυ που ξεχνάς την ύπαρξή μου πριν να φύγω (και)
το ξέρω πάλι, θα χωρίσουμε τους δρόμους
μια εσύ, μια εγώ, δε θυμίζει πια κρυφτό.
Ξέρουμε καλά νομίζω, πια, πως για τους μόνους
δεν υπάρχει άλλος δρόμος, είναι κάτι μυστικό.
Σε σιχαίνομαι, μέχρι το επόμενο πρωί
που θα μου ‘χεις μια εξήγηση για όλα κατευθείαν
μα, ξεχάστηκες, δεν ήτανε η λύση μας εκεί
πρέπει να αναλάβω πάλι μια εν ψυχρώ δολοφονία.
Δεν πειράζει, κάπως θα βρούμε και τον τρόπο
κατά τα άλλα να υπάρχει έστω μία ισορροπία
είναι άρρωστοι οι κανόνες - δε χωράει λογική
μου θυμίζει παιδικό παιχνίδι με αίματα και βία.
Κάτι τέτοιες ώρες θέλω μόνο να ξεχάσω
να βυθιστώ μέσα σε σκέψεις και να φτάσω
σε ένα νησάκι που δε ξέρεις άλλος κανείς
κι εσύ πάλι ψιθυρίζεις πως θες να ‘ρθεις να με βρεις.
Παραιτούμαι, δε θέλω να το βρούμε, δε μπορούμε
δε γίνεται να συνεχίσουμε έτσι όπως ζούμε
δε μπορούμε, να βρούμε κάτι, κάπως να πιαστούμε
πεθαίνω κάθε μέρα κι εσύ θες να προσποιούμαι.
Ζήσε μια ζωή όπως τη θες κι όπως σου αξίζει
μήπως βρω κι εγώ εκείνα που ‘θελα καιρό.
Δε με παίρνει άλλο, ρόδα είναι και γυρίζει
συγκρατήσου και, το ξέρεις, πως κι εγώ θα κρατηθώ.
Βάλε τα καλά σου απόψε, πήγαινε μαζί τους
ξέχνα τα δικά μου, τα δικά μας, όλα αυτά.
Κι αν με αναφέρεις σε κάποια συζήτησή τους
μη ξεχάσεις να τα πεις με λόγια όμορφα κι απλά.

Πελώριο κβάντο

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Κοίταξέ με

Κοίταξέ με. Δες τα μάτια μου. Όχι την όψη μου. Δες τι κρύβεται πίσω από τους αισθητηριακούς υποδοχές του κόσμου μου. Δες την ψυχή μου. Αγνή, ατόφια, παλλόμενη. Την ακούς που σου φωνάζει;
Κοίταξέ με. Κοίτα με καλά. Προσεκτικά. Όχι φευγαλέα, όπως κάνεις με τους περαστικούς στο δρόμο. Δες τα ψεγάδια, τις ρυτίδες μου, τη ζωή μου που χαράσσεται απαλά στο δέρμα μου.
Κοίταξέ με. Κοίτα εμένα. Όχι εσένα. Όχι το είδωλό σου που καθρεπτίζεται στα μάτια μου. Όχι τις αναμονές, τις ψευδαισθήσεις, τις ανασφάλειές σου. Πρόσεξε το δικό μου εαυτό, απογυμνωμένο από τις δικές σου αντανακλάσεις και προσδοκίες.
Κοίταξέ με. Δες και το φως. Δες τις σκιές που διαγράφει η σιλουέτα μου. Πρόσεξε τώρα, μπορείς να διακρίνεις; Δεν είναι μία φιγούρα που λικνίζεται στις ακτίνες του ήλιου. Είναι δύο. Δες μας μαζί, να πορευόμαστε στη ζωή.
Κοίταξέ με. Φέρε το βλέμμα σου πάνω μου. Δεν είναι προσταγή, μα παράκληση. Σου ζητώ να με δεις. Μου αρκεί αυτό. Δε χρειάζονται λέξεις. Να δεις τη ζωή μέσα από μένα, μέσα από μας.


Χαρά Κουλοπούλου

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Ενεργός τώρα


Πράσινη κουκκίδα
Η μάχη αρχίζει
Τα δάχτυλα σου με
Γράφουν
Και με
Σβήνουν διαρκώς
Αποστολή
Παραδόθηκε και προσεχώς
Θα διαβαστεί
Διαβάστηκε
Ενεργός πριν ένα λεπτό
Αυλαία

Ελένη Ποτούρη

Ανώνυμο


Νιώθω μια σκιά
κεντημένη από τις σκοτεινότερες σπηλιές της γης
μέσα μου.
Κατά καιρούς
θαρρώ πως αισθάνομαι τα κοφτερά
βρώμικα νύχια της
ανάμεσα στα στήθια μου
να προσπαθούν να με σκίσουν στα δυο,
να ελευθερώσουν
αυτή τη φοβερή πτυχή του εαυτού μου.
Πολλές φορές το κατευνάζω
μα
τα ιδρωμένα μου δάχτυλα
δεν μπορούν να με βοηθήσουν
πια.

Ανδρονίκη Μανουρά

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Τα παράσιτα


Κυλιέμαι.
Κυλιέμαι στο φως
το χαοτικό.
Κρατιέμαι.
Κρατιέμαι απ' του μυαλού μου
την κλωστή.
Κοιτιέμαι.
Κοιτιέμαι στον καθρέφτη
τον θαμπό
να δω του εαυτού μου
την αληθινή μορφή.
Ψαρεύω.
Ψαρεύω μεσ' την λίμνη
συναισθημάτων.
Για να βρω
την αληθινή πηγή
του πόνου.
Γελιέμαι
απ' τα παράσιτα
του μυαλού
γελιέμαι
απ' τα παράσιτα
του κόσμου
Σωπαίνω
ν' ακούσω τους παλμούς της δικής μου καρδιάς.
Σωπαίνω
σωπαίνω
σωπαίνω.

Αγγελική Σπανδωνίδου

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Περί θανάτου.


Είναι κάποιοι δρόμοι που μυρίζουν πεύκο
και κάποιοι άλλοι που πασχίζεις να τους αφήσεις πίσω σου.
Είναι κάποιες μελωδίες που σε παγώνουν
και κάποιες άλλες που σε προσβάλλουν με τρόπο ανεπανόρθωτο.
Είναι κάποιες λέξεις που σε ανατριχιάζουν
κι άλλες που σε θυμώνουν σα παιδί που χάνει το γέλιο του.
Είναι κάποιες μέρες που θέλεις να πετάξεις
και κάποιες άλλες που νιώθεις το θάνατο να σε ζυγώνει.

Αναστασία Κατσαρού

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Λάθος στροφή


Πόσο εύκολο να χάσεις τον δρόμο
Το δύσκολο είναι να έρθεις μαζί μου στη λάθος στροφή
Εκεί που δεν υπάρχουν ταμπέλες να σε καθοδηγήσουν
Εσύ πήρες τα τσιγάρα σου και έφυγες.
Μαζί με αυτά πήρες και την αξιοπρέπεια μου.
Τώρα πια καπνίζω και ‘γω.
Μαζί με τα πνευμόνια μου καίω και το μυαλό μου
Σχεδιάζαμε ταξίδια μαζί και εσύ σχεδίαζες το φευγιό σου μόνη σου
Ξέρεις κάτι; Δεν μου λείπεις. Μόνο που πονάω όταν ξυπνάω
Κάνε κάτι για αυτό. Μου το χρωστάς.
Να, για παράδειγμα μπορείς να λες στους κοινούς φίλους πως πέθανα.

Edgar

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Σαρκοφαγία



Γευμάτιζα σ ένα καθώς πρέπει εστιατόριο
πατζαροσαλάτα και ρεβυθοκεφτέδες
και για λίγες στιγμές
λησμόνησα το πρόβλημα της ύπαρξης

ή πως

έκοψα το κρέας για να
σταματήσω να τρώγομαι με τις σάρκες μου.

                                                     Βιζ

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Μάλλον λάθος πόρτα


κάθισα σε ένα πεζούλι κοιτούσα γύρω μου ήμουν η κατσαρίδα στο πεζοδρόμιο
και δάγκωνα τον ασβέστη από τους τοίχους θόρυβος εξάτμισης σαν να είμαι ξένος
είμαι ξένος
οι άνθρωποι είναι τέρατα με μεγάλες κεραίες από τηγανιτό λάδι ήθελα μόνο να ξεκουραστώ I’m tired I said εντ νομπάντι λίσεντ
περπατούσα και περπατούσα δεν τελειώνουν ποτέ
αυτές οι σπείρες
σεμεδάκια και τατιάνες παντού
θέλω να βάλω το νύχι στο λαιμό μου και να βγάλω τη γέννησή μου
τι ήταν πριν τι είναι τώρα
έτη αντικυβερνητικού στοχασμού στο καζανάκι
και ένα πλακάκι στραβό μονάχα με κοιτά

Ξυστός

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Φλεγμονή



Φλεγμαίνει το είναι μου.
Συστηματική φλεγμονή, εντόνως επικίνδυνη.
Η σιωπή είναι.
Ανοίγω το στόμα να φωνάξω,
να γεμίσω το δωμάτιο με φωνές
να διώξω τη σιωπή σου.
Πάλι ξέχασα πως φεύγοντας
έσκισες τον λαιμό μου,
δεν έχω πια χορδές,
μου πήρες τη φωνή μου.
Τίποτα δεν πάλλεται πια εκεί.
Εκπνέω τον αέρα που μου άφησες.
Σιωπή.
Δεν έχω αέρα να εκπνεύσω,ακούς?
Γέμισε ένα δωμάτιο ολόκληρο αυτή η σιωπή,
δεν άφησε χώρο για τίποτα άλλο.
Αργοπεθαίνει η μνήμη μου από ασφυξία.
Θα μου κρατάει το χέρι η σιωπή σου
μέχρι να τελειώσει το οξυγόνο.
Μέχρι να μην θυμάμαι πια.
Να μην θυμάμαι πια.
Να μην θυμάμαι.
Να μην.
Να.

Αντίο.

Ροζάνα Λα

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Μεγάλη Ασυμφωνία


σε είδα ολόκληρο να χύνεις με τα μάτια μου
με τη γλώσσα κουβεντιάζαμε στο σώμα
και όλα γύρω μας τραπέζια σκεύη τρικυμία
κι ένα άρρωστο συναίσθημα φόβου
για το επικείμενο τέλος

Άννα Κάτακ 

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Διάλογος του προδότη με το Ον



Σ.Κ.: Ποιος δικός μας;
σαν τους μπάσταρδους κανείς
φυλή της λασπωμένης Γης
μη τρίζουν τα κόκαλα των
γνήσιων ανθρώπων
όχι σαν μακάβρια παράσιτα
σα ζούμε τώρα στα «όομα» του
αφομοιώνοντας, πάντα λαγνά
κολυμπώντας με τον κύριο ψέμα
κοροϊδεύοντας τον, μέγα εαυτόν
εμείς τώρα, αυτός τότε, σχέση καμία
δυο κόσμοι ανάποδοι, του όντος κρυψολαγνεία:

Α.: Ον, βλέπεις; Μιλάω, δες
ένας άχρηστος κουνάει το κεφάλι του
περιμένει το ποτήρι του, φοβάται το ποτήρι του
συ ει, η αλήθεια που εκφράζεται απελπισμένα
στην ώρα επαφής μας, με τον καθένα, ψυχολογώντας


Ον, σου μιλάω, ίσως μάθεις κάτι, άκου
του τρελού του πίσω δωματίου, τα αερολόγια
να πίνει νερό στο όνομα της παράνοιας του κρύου
αφιερώνει τραγούδια στο φανταστικό, εδώ κόσμεχειροκροτάμε
φοριέται, ανάποδα φοριέται η μπλούζα σου, μικρέ μου φίλε


Ον, τότε τραγουδούσαμε, ακόμη τραγουδάμε
στα πιο αισχρά χαρακώματα μιας απύθμενης ντροπής
στο πιο ανεπαίσχυντο κοινό της ειδεχθούς πραγματικότητας
με τα πιο κολασμένα όργανα της καταραμένης θλίψης
αφιερωμένο, ον, αφιερωμένο στις ελπιδοφόρες κόρες που πονάω

Άγγελος Ηλιάδης

Επαίρεται.


Κομπάζει διαρκώς
(το γιώτα αυτό καταμεσής
για χρόνια το αγνοεί).
Το στόμα του,
τα κοραλλιά τα χείλη,
πως αγκαλιάζουν τρυφερά
το κάθε γράμμα,
την κάθε συλλαβή!
Πομπώδεις λέξεις,
έντονες χρησιμοποιεί
κι ανάγει τις παρόλες του
σε λόγια τάξεως πρώτης,
τί ματαιότης!
Με βλέμμα υψιπετές
επαίρεται,
μα μέσα του θρηνεί,
για τίποτα δε χαίρεται.

Μύκονος, Φεβρουάριος 2016.
Stratos Alismonitos

Εγώ, ο σαρδανάπαλος



Εν αρχή αφομοιώνομαι στο ανένταχτο
προσδιορίζομαι επιθετικά και χωρίς να ορίζω
ορίζομαι ως ένας

εν συνεχεία περιπλέκω την ύλη
εμπαίζω τα συναισθήματα τροφοδοτώντας ανδρείκελα
γεννάω τέχνη κι αυτοστιγμεί την κατακρεουργώ

εν γένει ήμουν το χάος, η σκέψη,
ο λόγος,
το άλογο, το παράλογο, το εύλογο
έγινα η αρχή, η μέρα, το μεσημέρι, τ'απομεσήμερο
θα υπάρξω ως νύχτα

Εν τέλει, δεν είμαι καν
εγώ,

Stratos Alismonitos

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Αρκετές λάμπες

ναι τα πιο λεφκα φωτα της βιβλιοθηκης, οχι οι σκιεροί δρόμοι της πολης που μεγάλωνα, οχι οχι. τα φωτα εδω, πυροδοτουν δίνες, παραλλίες, σκοποβολή, με πετυχένουν στο λεμο με πετυχαίνου ξώφαλτσα στο κεφαλόσκαλο και σουμα, χωμα λεξεις τριγμοι,
μου λέγει, τελικά: όλοι αλεθονται, οι ανθρωποι ερχονται και διασκεδαζουν μασανε φτυνουν πανω μεσα γυρω παντου, πυγολαμπιδες ψυχοραγουν εγω εσυ εσυ εσυ εσυ εσυ εσυ εγω, ψυχοραγουν, παραμονευουν τα παθη παντα παντα περιμενουν, δεν μιλαω, αν μιλησω ολα θα καταστραφουν, μπαινω κατω απο δεκα κιλα κοπρια, ανασαινω οργανικη λαμπερη επιδερμιδα, αναπνεω αργα, μασασ αργα αργα. χορευω καν καν με το σαγονι ιχουν αχοι κ μεις μαζι σ ενα φλυτσανι τσάι τσίντσερ λεμον, ηχω κι εγω βαριανασώ και μεστην ακρατη σιωπη που μου ειπανε να κρατησω για μια βδομαδα θεραπια, γευομαι το μελλον ινε στυφο στινγκο παρατολμο, ειναι αποτυχια, περιμενε βιαζεσαι, ειναι καταστροφη, η καρδια τρυπιμενη, και εγω και συ και συυυ. ναι τι.

Φουαβώ Επινάρ

Ασφυξία



Όλοι τη φωνάζαν ασφυξία
στον δρόμο την κοιτούσαν οι περαστικοί
κάνε κουράγιο της είπαν
κρεμάσου από το σκοινί
όλο και κάποιοι θα ‘ρθουν να σε σώσουν

κι αυτή περίμενε μες στη βροχή
μέχρι που έφτασε μια στιγμή
και στον θεό απευθύνθηκε
μέχρι να βρει την τελευταία της
αναπνοή από τον θάνατο για να σωθεί
μην και οι εφιάλτες της να την προδώσουν

καμιά δεν έλαβε απάντηση ποτέ
ώσπου στο σούρουπο έγινε μπλε
από την πίεση στο λαιμό στο σώμα
βαθιά χαράματα πέφτει σε κώμα
κι έρχονται γείτονες και την κρατούν
μη φύγεις μόνη τη χαιρετούν
και τη μαζεύουν μη και μυρίσει
το πτώμα το άρρωστο μη και σαπίσει

Κλέλια Φρονιμάδη

Γιατί δεν θέλω να πεθάνω



Αυτά τα χείλη σου
που σαν σαράκι
τα τρώω κάθε πρωί
τις φλέβες που σου
χαϊδεύω τ’απομεσήμερο
τα στενά του κορμιού σου
που τα περιδιαβαίνω
τακτικά

αυτά σκέφτομαι
πριν πατήσω τη σκανδάλη
και είναι ένα υπόγειο σκοτεινό
που με περιβάλλει
ο κόσμος θαρρεί πως
βλέπει τον ήλιο
αλλά είναι όλα κρύα
παγωμένα
και ο καπιταλισμός
μας τρώει τα σωθικά

Σαντιάγο Ροβέρτο

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

Καλοκαίρι/Αύγουστος 2016


Οι βραδινές κουβέντες με τη θάλασσα πλάι στα μουράγια γεμίζουν αλμύρα το στόμα μου. Ο παφλασμός των κυμάτων σκορπάει σταγόνες στο πρόσωπο μου. Μπαίνουν στα μάτια μου και με τρυπάν, με τσούζουν. Κι είναι όπως κάθε φορά που θυμάμαι κι όπως κάθε φορά που ξεχνάω, όπως κάθε φορά που θέλω να ξεχάσω. Αλμύρα και σεβντάς σε όλο μου το πρόσωπο, όλη ή θάλασσα που κρύβω και με πνίγει βγαίνει από μέσα μου, κοκκινίζει τα μάτια μου.
Κοκκινίζουν και τα στόματα καμία φορά, αυτά από έρωτα και κάθε που βγαίνουν τα κεράσια τον Μάη και αφήνουμε τις ψυχές μας να αναστενάξουν στο λιόγερμα.
Θέλω πολλά να σου πω,οι σκέψεις μου χάνονται, ξεχνάω και κάποτε τα πράγματα μένουν τόσο σιωπηλά που είναι βέβαιο ότι θα ήθελαν να μιλούσαν, αλλά έχουν χαθεί, έχουν γίνει αέρας και αν αυτός ο αέρας σε κρυώνει είναι γιατί ή ιστορία που σου γράφω μπορεί και να είναι θλιβερή!

Σοφία Ρουμπαγιάτ

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Άτιτλο

ο άνθρωπος ο Άλλος / σαν την υγρασία / λίγο λίγο κι αργά / εισχωρεί / εντοιχίζεται / εντοπίζεται / στο δέρμα / στα σπλάχνα / στο μέσα έρεβος / και ξαναπαίρνει εκεί τη μορφή της καταιγίδας

Σταμάτης Παρασκευάς

Ο


Λείπεις.
Και δε σε αντίκρισα.
Λείπει η μνήμη της μορφής σου.
Τερματισμός.
Έκοψες με δυο παλμούς το ράμμα.
Φοβάμαι.
Η λήθη της ύπαρξης.
Αοριστία των αισθήσεων.
Δεν πρόλαβες.
Λείπεις.

Λείπεις.
Μελανό διάφανο.
Ασφυκτικές ντουλάπες χτυπούν να ονειρευτείς.
Οφειλόμενες συναντήσεις.
Ανεξόφλητη προωρότητα.
Θυμώνω.
Ψέματα στους σπόρους πως μπορεί να βρέξει.
Κοιμάμαι.
Θυμάμαι.
Λείπεις.

Λείπεις.
Σε αγνοώ.
Είσαι.
Άλογη έλλειψη.
Βρέχει.
Καύσιμο.
Σωπαίνει η σιγή;
Μουχλιασμένα πορτοκάλια.
Με χτυπούν φιλικά στον ώμο.
Η μυρωδιά σου.
Συμπύκνωση σε οφθαλμικό απόσταγμα.
Κλότσησα μια μπάλα.
Ακόμα να χαθείς.
Γύρισαν τα χέρια μου κι άνοιξαν τη γη.
Φύλαξα το χώμα απ' τα παπούτσια σου.
Χάνεσαι.
Δε μαζεύεται όλη η σκόνη και το φως που αναστάτωνες.
Λείπεις.

Phoenicia O (Φοινίκη)

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Φουτουροαναμέτρηση



Σας είδα!
Όσα είχα έδωσα
Μα θα δώσω κι'άλλο
Και με όλη τη θέληση
Θέλω να δώ υποψία
Δισυπόστατη άγνοια
Μελλοντική έγνοια
Κι'ας είναι ολα ευάλωτα.
Προσεγγίστε με.Το χρειάζομαι.
Διότι μένω πάλι μοναχός μου.
Και για να νικήσω τον εαυτό μου
Θέλω πρώτα να κουφαθώ.
Κι αν φτάσω έτσι,μόνος
Τα ανθρώπινα λουτρά
Θα έχουν να κάνουν με το μυαλό.

Βλέαγρίμος

Αφιέρωση


Νοµίζετε παλιές µου αγάπες
ότι για σας τα γράφω τα ποιήµατα.
Πολύ θα το ’θελα κι εγώ.

Έλα όµως, που τα γράφω για ένα Τέρας
που ’χει τα ωραία σας κεφάλια
στον αειθαλή του το λαιµό.

(Και µεταξύ µας, ούτε ποιήµατα τα λες.
Κάτι σαν εσωτερική αποµαγνητοφώνηση,
µ’ ένα στυλό που θα ’θελε πολύ να ’ναι διαρκείας)

Μιράντα Παπαδοπούλου

Ο κρύος φθόνος της πορφύρας του Werlhof


κάποιοι στο τέλος οδηγήθηκαν στα άσυλα
και άλλοι έφτασαν ως την αυτοκτονία

εσύ έκανες μία βδομάδα πυρετό
κι ούτε που φώναξες γιατρό

και έτσι με ξεπέρασες
σαν παιδική ασθένεια
[κι από τις ελαφρές]






ποτέ δεν πίστευα ότι στην ηλικία μου
θα ζήλευα τις μαγουλάδες


Αιμόφιλος Τ. Ινφλουέντζας

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Άτιτλο



Είναι, ξέρεις, κάτι νύχτες ολίγον τι επικίνδυνες
Τυλίγουνε σα φίδι γύρω απ᾽ το λαιμό
Τον έναστρο ουρανό, του σκότους το άπειρο
Έρπον τυφλά και βάλον δηλητήριο
Ήττα ο πνιγμός αυτός αιώνια
Κι η ασφυξία άθελά της τόσο λαίμαργη

Είναι και κάτι νύχτες που γίνονται πρωινά
Δίχως να κλείσει ούτ᾽ ένα βλέφαρο
Μα όσο τον ήλιο προσπαθείς να ξεγελάσεις
Τον εαυτό σου, φως μου, θα προδίδεις
Δεν ανατέλλει πια καμιά Σελήνη
Ο αλλοτινός στις χίμαιρές σου σύμμαχος

Και τότε ποιο θεωρείς ως πιο επίφοβο
Τ᾽ όνειρο εκείνο που κάνεις ξυπνητός
Με γνώση ολική του απωθημένου σου
Ή διάτρητη σκιά ονείρου ανύπαρκτου
Που σ᾽οδηγεί όσο υπνοβατείς
Μα εσύ αγνοείς πως στο κενό σε παρασύρει

Νάρκωση ολική τώρα η ζωή μας
Ενέσεις ψευδαισθήσεων τα ποιήματά μας
Παιδιά της στείρας έμπνευσης που σ´ έφερε ως εδώ
Απόπειρες ζωής αμώμου σύλληψης

Μαίριλυ Βλόντζου 

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

αέρωτας



από ψηλά με κοιτάς, πέφτεις στα μάτια μου, μέσα στα μάτια μου κολυμπάς, μια στιγμή ξεγλιστράς, βουτάς προς τα έξω, κολλάς στις βλεφαρίδες, σε ανεβοκατεβάζουν πικ-ποπ-πι πω σε τινάζουν, δευτερόλεπτα στον αέρα, ανάσες συο στον αρρρ α αά άα ααέρα, τώρα πέφτεις, στέκεσαι στην παλάμη που ανοίγω, στέκεσαι, την κλείνω, πιέζω, σε σφίγγω, σε λιώνω, σε στίβω, υγρό σε ρουφάω, καταπίνω, φυσάω, σε εξατμίζω

-ας σημειώνεται στα πρόχειρα γραμμή τρόλεϊ 11-

Άγγελος κυρίου

Απρόβλεπτο


Βιδώνω διάφορα αντικείμενα πάνω στο τραπέζι
για να μπορώ να τα μετράω όποτε θέλω
Προσπαθώ να αντιληφθώ προς τα πού κυλάει ο χρόνος
ακινητοποιώντας με, προσωρινά
Σ αυτή τη στάση αδράνειας
κάθε δευτερόλεπτο γίνεται πυκνός, μαύρος αέρας
για να κρυφτεί από τις ακτινογραφίες
που φωτίζουν κάθε τόσο
τα σημεία του σώματός μου,
στα οποία η απώλεια του παρελθόντος
έχει συσσωρευτεί
αυξάνοντας την τριχοφυΐα
Κατά τη διάρκεια αυτής της φωταψίας
βρίσκομαι πάντα,
να κλωσάω την πέτρα που πέφτει απ την καρδιά μου
Ίσως, στην άλλη γωνία
οι άνθρωποι να αναπαλαιώνουν τα χάδια τους
ψεκάζοντας τις παλάμες τους
με σκόνη από παλιά βινύλια
Ίσως, στην άλλη γωνία
ο χρόνος να πειθαρχεί στα βίτσια
Ίσως, στην άλλη γωνία
η υπερβολή να έχει ενσωματωθεί στις παραπομπές
για τις γεμάτες άσπρο, διαβρωτικό
σπέρμα ιεροεξεταστών κλεψύδρες
που μετρούσαν το χρόνο σε ευθείες
Εδώ όμως,
στις φθαρμένες μου ωοθήκες,
αναρριχώνται βερίκοκα
τυλιγμένα σε δέρμα αλόγων εβδομήντα ενός ετών
παρενοχλώντας την αναπαραγωγική τους διάθεση
Βγάζουν ερωτικές κραυγές
παραμορφώνοντας τον αντικατοπτρισμό του μέλλοντος
κι έτσι κάπως ανάλαφρα
αποθηκεύω τελικά
το απρόβλεπτο

Αndie Αndie

Το βέλος


Έλα να παίξουμε. Εσύ θα μου ξεκουμπώνεις ένα ένα τα κουμπιά κι εγώ θα σου λέω από ένα όνειρο για το καθένα. Γυμνή η πλάτη μου, θα δεις, σχηματίζει ένα τόξο. Αλύγιστο. Όταν μπορέσεις, σκάλισε μου, σε παρακαλώ, ένα βέλος.

Δανάη Σιώζιου

Με έδιωξε τη μέρα που τη δάγκωσα στην ήβη


Με έδιωξε τη μέρα που τη δάγκωσα στην ήβη
Για την ακρίβεια
με έδιωξε τη νύχτα που τη δάγκωσα στην ήβη
Και γω
γύρισα αμέσως σπίτι
το συνειδητοποίησα
πήρα στυλό
και έγραψα αυτό
Με έδιωξε σήμερα
τη μέρα που τη δάγκωσα στην ήβη

Τα ξημερώματα μου τηλεφώνησε
Μου ζήτησε συγνώμη για τελευταία φορά
και με αποχαιρέτησε
Ο σουρεαλισμός δεν ήταν ποτέ ανώδυνος

Απόψε πάντως θέλω να μεθύσω
Μα πάνω απ’ όλα θέλω να με θέλει
Οι γιατροί δεν ήταν πολύ ενθαρρυντικοί
Θέλω να σκίσω τα χαρτιά τους
Τα ρούχα
τις αφίσες
τα πτυχία
Όταν έφτασα σπίτι ηχογράφησα τις φωνές και τα κλάματα μου
Προσεχώς

Πόσες φορές φαίνεται η ζωή να μην έχει ουσία
και –αλήθεια- πόσες φορές νιώθεις ότι την έχεις πιάσει
ότι είσαι έτοιμη να τη ζήσεις μέχρι τα μπούνια;
Πόσες διαφορετικές αλήθειες στο πρόσωπό σου;
Συγνώμη που ζητάω εξηγήσεις
απλά καταλαβαίνεις
τώρα που έχω λεφτά είμαι πιο άνετος
Σιχαίνομαι τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα γι’ αυτό
από σήμερα μόνο οι φαντασιώσεις μου θα με εξιτάρουν
και αυτά τα μικρά γράμματα που μου αφήνεις
Θα τα δημοσιεύσω όλα μια μέρα
στην πιο τρομαχτική συλλογή που είδες ποτέ
(Παρόλο που μ’ έδιωξες
δε θέλω να σ’ εκδικηθώ)
Ψιθυριστά η παρένθεση
Θα μπορούσα να σου γράφω για ώρες
κι ας σε ξέρω τόσο λίγο
αλλά ακριβώς επειδή και συ με ξέρεις τόσο λίγο
δε θα καταλάβαινες τίποτα
Αφού δεν κατάφερα εγώ να συναντήσω τα μαθηματικά
γιατί να το κάνει η ποίησή μου
Όχι
όχι σήμερα
Σήμερα χτίζουμε γέφυρες απ’ τη θεωρία στην πράξη
Πίσω στη δουλειά

Στέλιος Σιμιδάκης

Άτιτλο


Θα το βρούμε το νόημα
κάποια στιγμή
Θα σταματήσει να απασχολεί
το μυαλό μας
Δεν θα σκοτιζόμαστε για τίποτε πια
Θα βγούμε με μάτια
καθαρά να κοιτάξουμε τον ήλιο
Θα βγούμε γυμνοί έξω
να βουτήξουμε σε μια θάλασσα
Τα πρώτα χέρια που θα ακουμπήσουμε
θα είναι απαλά και ζεστά
Θα νιώσουμε την τεράστια δύναμη
της αγνής αγάπης
Θα κοιταχτούμε στα μάτια
και το βλέμμα δεν θα φύγει
Θα μείνει καρφωμένο στα άλλα μάτια
Θα ξαπλώσουμε στην γη
Θα κοιτάξουμε τα αστέρια
Θα χαθούμε στο χάος τους
Τα ξημερώματα θα απολαύσουμε ξεκούραστοι
τα πουλιά που ξυπνούν το ένα το άλλο
Με το πρώτο φως του ήλιου
θα αντικρίσουμε τον έρωτα
Τον έρωτα τον πρώτο μας
τον αληθινό
Αυτόν που συναντήσαμε στο παρελθόν ή δεν συναντήσαμε ακόμα ποτέ
Θα φιληθούμε
Θα ενωθούμε και θα αγαπηθούμε
Θα αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον
Ο ένας τα χρώματα του άλλου
Ο ένας τους ήχους του άλλου
Ο ένας την μυρωδιά του άλλου
Ο ένας το είναι του άλλου
Θα αγαπήσουμε την ύπαρξη
του καθενός
είτε φίλου είτε ανθρώπου που δεν είναι ακόμα φίλος
Θα πεθάνουμε ήσυχοι
ήρεμοι
Θα πεθάνουμε όμορφα
Και ο θάνατος μας θα είναι γιορτή
Οι ζωντανοί δεν θα κλαίνε για τον θάνατο μας
Ο θάνατος μας θα είναι γιορτή
Για την ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής
Για το φτάξιμο στο τέλος
Για το τέρμα
Για να σημάνει την έναρξη μιας νέας εποχής
Μιας νέας ζωής

Μιχάλης Τακτικάκης

Ρομαντζάδες


Με πιάσαν κάτι ρομαντζάδες σήμερα.
Εκτύπωσα εκείνη την ωραία αντισυμβατική Αμελί που βρήκα.
Της πήρα και κορνίζα.
Πήρα κι ένα καρτ ποστάλ της Θεσσαλονίκης από παλιά.
Αυτά τα ασπρόμαυρα που για κάποιο λόγο έχουν τη λεζάντα και στα γαλλικά.
Ξέρει κανείς τον λόγο;
Πήρα και κασέτες.
Άδειες.
Δύο.
Γιατί το ραδιο-κασετο-σιντόφωνό μου λειτουργεί ακόμα κανονικότατα.
Και παίζει κασέτες κανονικότατα.
Και τώρα που όλο μου το σπίτι είναι ένα δωμάτιο
και μπορώ να ακούω όλη μέρα ραδιόφωνο,
μπορώ να γράφω και κασέτες, όπως παλιά.
Πήρα δύο.
Με πιάσαν κάτι ρομαντζάδες.
Απ' αυτές που σε κάνουν να κάθεσαι σ' ένα μπαρ και να γράφεις
και να σκέφτεσαι εκείνον τον γνωστό σου που σ' έλεγε
"αυτή που διαβάζει στα μπαρ",
να σκέφτεσαι γράμματα και καρτ ποστάλ και κασέτες.
Νέβερμάιντ.
Σήμερα με πιάσαν κάτι ρομαντζάδες.

Στεφανία Ιναρτάκ

Άτιτλο


«Είναι πολύ ενοχλητικός αυτός ο μικρός» είπε.
Τα σκυλιά είναι αμφισεξουαλικά, σκέφτηκα και τα έκανα χάζι όταν αλληλοέγλυφαν τα αυτιά τους.
«Πολύ πρόστυχο σκυλί, πολύ πρόστυχο» είπε και ωρυόταν να γυρίσει ο μικρός στο κρεβάτι του με αυτή τη γεροντίστικη φωνή που βρωμάει κατινιά και τσιγαρίλα.
Οι τοίχοι κίτρινοι, χαλασμένοι σωλήνες, υγρασία, καπνός.
Σάπιοι άνθρωποι σάπια σπίτια.
«Πολύ ενοχλητικός, Μίκυ γρήγορα σπίτι σου" ούρλιαξε.
Βρωμάνε οι σαρδέλες και τα καμένα καφεδάκια και αυτή η γεωργιανή που έχουν μέσα με το πρόστυχο βάψιμο μου φέρνει αναγούλα, ξέρει λέει να παίζει τη σονάτα του σεληνοφώτος.
Μη τυχόν και κάτσει κάνεις διπλά μου. Να χτυπούν τα χείλη τους σαν καμηλοπαρδάλεις και να βουτούν τα κίτρινα νύχια τους μέσα στη λαδωμένη σαλάτα, σκέφτηκα.
"Μίκυ θα σου σπάσω το κεφάλι" ούρλιαξε και αποσύρθηκε στα ιδιαίτερα της.

Κατερίνα Καδάλο

Κέχρινο ημερολόγιο


Το δέρμα σου,
μυρωδιά κομμένου χορταριού
το Αυγουστιάτικο μεσημέρι.
Φοράς μια υποψία
αμέγαλης αθωότητας
σαν το μαγιάτικο δείλι
που τα βλέφαρα του Ήλιου
θαρρείς αργούν να σφαλίσουν.
Και η αυπνία του αυτή
ξυπνά μια στεγνή εφηβεία.
Σαν του Νοέμβρη
το κερί που τελειώνει
κι η φλόγα του θυμάται
για σένα... περιμένει...
Να σε σβήσει αυτή...

Nave

Ιδανικός κι ανάξιος αυτόχειρ


Σου περίσσεψαν οι στίχοι, αγάπη μου,
κι οι λέξεις εκπυρσοκρότησαν επάνω μου
όλο το τίποτα της ποίησης.
Ο έσω καθρέφτης θάμπωσε,
από κάτι αναερόβιες αναπνοές,
κι ύστερα ράγισε από τη βίαιη στίξη.
Τα γράμματα στριμώχτηκαν στο περιθώριο
εξοβελίζοντας το αύριο απ τη φτηνή μαρκίζα του σήμερα,
την ώρα που το μολύβι
τσάκιζε τη μοίρα μας
απ τα κατάστιχά σου.
Το τελευταίο αίμα πάγωσε
στα κόκαλα της μνήμης,
καθώς η αντηλιά δολοφονούσε
την πιο ισχνή σκιά σου.
Τώρα πουκάμισο αδειανό,
βολεύεις με τα μέτρα σου το μνήμα
τη στάχτη αναδεύεις συνεχώς
μα είναι πια απόρθητο της λύτρωσης το ποίημα.

Ματίνα Τσιμοπούλου

Δε με ξέρεις καλά


Δε με ξέρεις καλά.
Στα όνειρό μου είμαι σούπερ ήρωας
Περνάω τις νύχτες στο ντιβάνι με τον Φρόυντ
ή στην πλατεία Χρηματιστηρίου.
Βρέχω συχνά το μαξιλάρι μου
και τρέφομαι με happy end.
Γίνομαι Ρομπέν των Δασών και Μητέρα Τερέζα,
ενώ βαθιά μέσα μου,
θα θελα να μαδάω επιστολές
ως άλλη
σύγχρονη
Φερμίνα Δάσα.

Ματίνα Τσιμοπούλου

Εγώ


Ένα ανέστιο,
κατακερματισμένο σώμα
παρατηρεί στον καθρέφτη
ανθρώπους που μιλούν
που τρώνε
που μυρίζουν
που σκέφτονται
που γδύνονται
που τρίζουν
που χάνονται
που κλέβουν
που χορεύουν
που αγκαλιάζονται
που εισπνέουν
που χαϊδεύονται
που γελάνε
μονάχοι
Τη δέκατη ένατη νύχτα
τυλίγεται με χιλιάδες αντικατοπτρισμούς
υψώνεται σ΄ ένα ζευγάρι ροζ κοθόρνους
και φυγαδεύει ένα-ένα τα μέλη του
μέσα στο λυτό σκοτάδι
Περπατάει δίπλα σε γυμνούς νέους
προσπαθώντας να βγει απ΄την απελπισία της φαντασίας του
Μα οι σπίθες που βγαίνουν απ΄τα μάτια τους
δεν αρκούν για να το φωτίσουν
και χωρίς το φως δεν έχει μορφή
χωρίς το φως
δε μπορεί να εντοπίσει το εγώ του

Andie Andie

Το παλαιό φυτό που φέρνει χιόνι


Αν παλαιό φυτό, φέρνει ένα χιόνι
αν οριζόντια ξαπλωμένοι αγωνιστές
έτσι, αν ζήσομε για πάντα μόνοι
αν θα δουλεύομε τις αυριανές ψυχές
«Θάνατε, θάνατε!» λέει, «θα ‘χει λίγη μοιρολατρία»
όμως να σας ειπώ, να σας μιλήσω, τα λόγια του
«έχουμε εύθυμες γιορτές και‘λευθερία»
πίνε εμένα σταυρωμένος να ξυπνήσω, την μιλιά του
έλα και συ ζωή, να μου πεις δυο λόγια
μήπως και αρχίσω να ζω, τα σωθικά της να δειπνήσω
και τρώγοντας έρχονται ακόμη δυο, ξέμπαρκα μοιρολόγια
Μα μη ψεύδεστε συγχωριανοί
κι αφορισμένοι άγγελοι
έρχονται απόκληροι καιροί
καιροί που ζέουνε οι τρελοί

Άγγελος Ηλιάδης

Μέρα


Η επόμενη μέρα ήρθε
Όμως έμοιαζε όμοια
Έμοιαζε όπως εσύ
όταν ξυπνάς
Και όταν δε γνωρίζω τι νιώθεις,
τι σκέφτεσαι ή τι είναι αυτό που θες
Δε θα μπορέσω ποτέ να καταλάβω
την οποιαδήποτε επόμενη μέρα
Μα για πάντα θα κρατώ,
τις εικόνες που μου χάρισες.
Θα τις θυμάμαι στο πέρας
της κάθε μέρας
Ώσπου να μπουν σε μια σειρά
και να φτάσουν την τελευταία
Που θα γνωρίζω, πως είμαι χαμένος
και εσύ ο σκοπός

Λυσίμαχος Τίγκας

Το σαλόνι


Στο σαλόνι μου νομίζω πως μια νύχτα τρελάθηκα.
Ίσως να με πείραξε το κονιάκ. Ένιωσα το παρελθόν μου τεμαχισμένο δεκαεννιά φορές να με τσιμπά και να με γδέρνει στη πλάτη. "Άπληστη σκύλα μάνα" μου φώναζε.
Κρύφτηκα κάτω από το γραφείο, έντρομη το έβλεπα να πλησιάζει.
Παίρνω φόρα και σκαρφαλώνω στη βιβλιοθήκη,μου ρίχνω πέντε χαστούκια και σταυροκοπιέμαι.Η ματωμένη μου πλάτη με πεθαίνει στον πόνο.
Με θέα μου τη φρίκη και την επανάσταση, κάνω ελεύθερη πτώση, προσγειώνομαι στο κατεδαφισμένο τραπέζι ,τρέχω και αρπάζω το ατσάλινο μπαούλο. Το πετάω με δύναμη έξω απ'το παράθυρο του τρίτου. Σπασμένα τζάμια και κακό.
Γεμίζω ένα ποτήρι κονιάκ ακόμη και συλλογιέμαι "δε θα ξαναπιάσω στα χέρια μου ξανά λογοτεχνικές αηδίες μου σακατεύουν τα μυαλά."
Αχ, τι ανόητη;

Tζένιφερ Ντέρλεθ

Χώρα


Ούτε που σκέφτηκα ποτέ ότι ήσουν περιττός στον κόσμο
Πανέμορφη η μορφή σου
Μορφή μες στη μορφή και πιο κάτω
Όλο και πιο κάτω μπορούσα να σε βρω
Έσκαβα σαν το σκυλί που ζούσε δίπλα μας εκείνο το καλοκαίρι
Έφτιαχνα οδούς κάτω απ τις λεωφόρους
Ακόμη και κάτω από τους πόρους σου περπάτησα
Όχι τίποτε σπουδαίο, μόνο που νόμισα πως μπορούσα να σε φτάσω
Αλλά ποιος ήσουν για να γίνεις προορισμός;
«ένα ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει»
Κόντεψα να σε φτιάξω ακριβώς, με λαμαρίνες να σε χτίσω, να σε κλείσω στα βολικά κουτιά μου, να σε κλειδώσω με ταινίες που έκοβα με το στόμα
Δε θυμόμουν καν πώς είναι να αναπνέεις στο σκοτάδι
Και να μη βλέπεις καν το χνώτο πάνω σε έναν οποιονδήποτε καθρέφτη
Μόνο να νιώθεις τη μυρωδιά απ τα δόντια σου που καίνε
Μόνο να σε τρυπάει η απουσία της λέξης
Τόπος νόμιζα πως ήσουν
Συγκεκριμένη περιουσία απλανούς τουρίστα
Πως θα φτανε κανείς με λεωφορείο που πήρε από εθνική οδό κοντά στο φυλάκιο εκείνο της Τουρκίας
Σε σένα πως θα ερχόμουν πληρώνοντας είκοσι λίρες εισιτήριο ή κάποιο νταβατζή για να με πάρει με τη βάρκα με όλο μου το σώμα για την τίμια ανταλλαγή
Κι όταν έβλεπα το ρολόι στο μπαλκόνι
Που μια φίλη τόσο ήθελε να σπάσει
Νόμιζα πως βρισκόσουν στο μικρό δευτερόλεπτο πριν απ’ το ακριβώς
Αλλά εσύ
Εσύ
Δεν μετριόσουν με τικ ούτε με τακ
Εσύ δεν ήσουν τρόπος να μετρήσω τον χρόνο
Ήσουν ο χρόνος ο ίδιος
Και πάντα πίσω πίσω με γυρνούσες
Στο πριν την μπαζωμένη μέρα
Και δεν τελείωνε ούτε ξεκινούσε μέρα καμιά
Γιατί δεν είχαμε λέξεις να περιγράψουμε τις ρυτίδες στο σώμα μας ούτε τον χορό του ήλιου
Και μόνο γυρνούσαμε μαζί σε ένα παιχνίδι νερών και χρωμάτων
Και σάλιων στις 6 το πρωί-και χωρίς ώρα
Δεν υπήρχαν λέξεις
Γιατί οι λέξεις θέλουν γλώσσα συγκεκριμένη
Κι εμάς οι γλώσσες μας μάχονταν η μία με την άλλη και γινόντουσαν μάζα μία και γλώσσα καμιά
Και οι γλώσσες
θέλουν θρησκείες, ήθη και ηθικές
Θέλουν έθνη και ανθρώπους να σηκώνουν το κεφάλι και να λένε αυτό το χώμα που πατώ εδώ μου ανήκει και να τρυπάνε κάποιου άλλου το κεφάλι και να του λένε πως δε χωράει πέρα από την επόμενη αόρατη γραμμή
Εμείς ζήσαμε και χωρίς γλώσσα
Γιατί αυτή η χώρα έχει σύνορα και κόβει και ζυγίζει σε μεταλλικές ζυγαριές το αίμα και την επάρκεια των ξένων
Εσύ όμως ήσουν χώρα
έξω από τη γη και χωρίς σύνορα.

Σελήνη/Κ.

Αντιόξινα

-Μετράμε τα κεριά που λιώνουν στον δρόμο;
-Εντάξει, θα μου δώσεις όμως ένα φιλί;
Όχι, δεν έδωσε
Φωτογραφήθηκε το δάσος του μεταλλικού μου μίσους
πάρε να γράψουμε το σμήνος των ματωμένων ιχθύων
το επόμενο βήμα είναι ο θάνατος
εάν λίγο κρασί σταματήσει τους χτύπους της
θα είναι περήφανοι εκατομμύρια ανθρωπίνων μορφωμάτων
για το τίποτα φυσικά, μιας και το πρόσωπο της αλήθειας είναι ο πάτος που φιλάει πολυθρόνες
Δώσε λίγο τον Μητροπολίτη, κόλλησα την χώρα που με γέννησε, πρέπει να πλυθώ
λίγα αντιόξινα να δοκιμάσω για μεσημεριανό, λίγο τσάι καταπραϋντικό
η Άνοιξη αδημονεί και σκέφτεται, σκέφτεται η Άνοιξη; σκέφτεται;
πάλι ονειρεύεσαι με ποτήρι για νου
πωλείται διαμέρισμα γεμάτο ψεύτες τραγουδοποιούς, δες
Η Άνοιξη αδημονεί το καλοκαίρι, σκέφτεται την καριέρα της
αχ αυτά τα παίγνια της κακομοιριάς
στον θάνατο αμβλύτερος περισσότερο από ποτέ, υποκριτής των συνόρων φράχτης, ενώ αναζητάμε οι ποταποί, τα φιλιά απ' τις εταίρες συνειδήσεις μας, στάβλοι της άριας σήψης.
Ο έρωτας νεκρός μπρος 'την αξιοπρέπεια...

Lothai