Όλες οι βαρύγδουπες δηλώσεις ξεκινάνε με μια γελοία και σοβαροφανή φράση, και εξηγώ:
”Θα αναρωτιέστε γιατί σας μάζεψα σήμερα εδώ”
”Πρέπει να μιλήσουμε – We need to talk”
”Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου”
”Αφήστε το μήνυμά σας μετά το χαρακτηριστικό ήχο”
και κάπως έτσι φτάνουμε στις διάσημες τελευταίες λέξεις, last words, επίλογο, κύκνειο άσμα που το ακολουθεί χάσμα, απόφθεγμα ή αφορισμός, και τέλος πάντων αυτό που ακούς όταν τους κουνάς το μαντίλι ή χαρτομάντιλο, ή, απλά, το χέρι.
Η αλήθεια είναι ότι με κούρασε λίγο η αναμονή, και από την υπερένταση τρέμουν και τα δάχτυλά μου, ή από τον τριτοτέταρτο καφέ περιμένοντας τα πυροτεχνήματα πιο αντισυμβατικά από ποτέ, κατά την ταπεινή μου άποψη πάντα, έχοντας διανύσει τριακόσιεςεξηντατέσσερις μέρες παραγινωμένης ενηλικίωσης, έχοντας μαζέψει αρκετή συννεφιά για ένα επιπλέον φθινόπωρο, και αρκετή sexual tension για να φέρω σε αμηχανία ακόμα και τον πιο κουλ και άνετο.
Βάλαμε τα δυνατά μας να κάνουμε την αλλαγή του χρόνου σημαντική, για να αναγκαστούμε να κάνουμε απολογισμό ενός συγκεκριμένου διαστήματος, το οποίο θα αρκούσε για να μας αλλάξει, και η συνειδητοποίηση ότι δε γίναμε άλλοι άνθρωποι μέσα σε αυτή τη χρονιά που πέρασε μας τρομάζει, ξεχνώντας ότι αυτός ο άνθρωπος που πήρε την απόφαση να αλλάξει μπουκωμένος βασιλόπιτα είναι ο απαράλλαχτος με το φετινό, που του έλαχε να κόψει -σταύρωσέτηντρειςφορές και το πρώτο του σπιτιού- τη φετινή βασιλόπιτα και όχι τις περσινές συνήθειες.
Εθιμοτυπικά και ετήσια τα χόμπι μας τις γιορτές, και αν δεν επαναληφθούν καταλαβαίνουμε ότι η ζωή μας χωλαίνει, δε σκεφτόμαστε μήπως δεν τα χρειαζόμαστε, χρειαζόμαστε να τα χρειαζόμαστε, γιατί αλλιώς δεν καταλαβαίνουμε γιορτές, μάθαμε να είμαστε χαρούμενοι επειδή βλέπουμε γύρω μας να έχουν στολίσει χαρά.
Δε θα σου πω ότι φέτος ο Άγιος Βασίλης έπαθε λουμπάγκο, ούτε ότι τα φωτάκια κάηκαν -που κάηκαν-, ούτε ότι η δουλειά με έκανε έτσι και δεν πρόλαβα να κάνω μελομακάρονα, αυτά είναι δικαιολογίες για να μαυρίσω μέρεςπου’ναι.
Θα σου πω ότι φέτος με πήρε κι εμένα το ρεύμα, το κύμα, η χρονιά αυτή με πήρε και με σήκωσε.
Με έδεσε πισθάγκωνα και το έπαιξα Χουντίνι για να ξεμπλεχτώ και να σου γράψω πριν γίνει για άλλη μια φορά η άμαξά μου κολοκύθα.
Με έφερε επικίνδυνα κοντά στην κανονικότητα και τα διεγερμένα μου ηλεκτρόνια εκτόξευσαν φωνόνια συναγερμού.
Με τίναξε το ρεύμα και με έφερε εκατόνδύο φορές σε οργασμό.
Με έκανε να αμφισβητήσω την διανοητική μου υγεία και ισορροπία και με έκανε να βλέπω εκεί που άλλοι δε βλέπουν.
Με έκανε να βρω πού είναι η ψυχή για να καταλάβω πού πονάω και πού πάλλομαι από ευχαρίστηση.
Μου έδωσε πολλές ευκαιρίες να βάλω τα καλά μου και να τα βγάλω τελετουργικά.
Μου πήρε όμως πολλούς, μου τους σκόρπισε και ενώνω τις τελείες με διαδρομές για να τους βρω.
Δε μου πήρε όμως τη φωνή, ούτε την αφή, ούτε τη γεύση. Μου έκανε το βίο αβίωτο, σε σημείο να μου βγει κυριολεκτικά και να κοιτάζω τα φράκταλς του εμετού με την αθώα απορία του άρρωστου ή σουρωμένου, αλλά είχα και φωνή, και αφή και γεύση. Μου έκανε το σώμα να τρέμει από το κρύο, το πιάσιμο, τον πόνο, το βάρος, αλλά είχα και φωνή, και αφή και γεύση.
Αρκεί να έχω ακόμα δυο μάτια και δυο αυτιά για να χωρέσουν στην αγκαλιά μου και τα δεκαεννιά που έρχονται. Και όχι, δε μπορούσα να αφήσω τη χρονιά να φύγει χωρίς λογοπαίγνιο, δε γίνεται, σου λέω.
Δεν ξέρω πόσες πρωτοχρονιές έχω ακόμα, και καλύτερα. Έχω όσο χρόνο χρειάζομαι για να σταματήσω να φρικάρω και να ιδρώνω στη βάση της ραχοκοκαλιάς για το νέο χρόνο και τις σπουδαίες του καινούριες μέρες – αλκυονίδες με δόντια σαν βίδες – .
Σε αφήνω λοιπόν, και θα σε δω του χρόνου. Μην αλλάξεις πολύ ως του χρόνου, κουράστηκα να ψάχνω.
Κι αν αλλάξεις, κράτα μου μια καρτούλα με το όνομά μου να σε βρω, ή βγάλε τα γυαλιά ηλίου.
Κι αν είμαι τυχερή, θα κερδίσω το φλουρί τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και θα σου το στείλω.
Το αλουμινόχαρτο.
Το φλουρί έλα να το πάρεις.
[αρετή]