Υπάρχει ένα τσιφούτικο μικρό φως, έρχεται μέσα από την κίτρινη κουρτίνα, γυαλίζει επάνω στο μάρμαρο κι η υπόλοιπη κουζίνα είναι σκοτεινή. Οι βάσεις των καρεκλών είναι ψάθινες. Όλα τα έπιπλα έχουν πάνω κουβαριασμένα σεντόνια και μαξιλάρια, και ρούχα, κι εγώ πρέπει να τα χω μαζέψει και να χω φύγει μέχρι αύριο το πρωί.
Τρώω τα σταφύλια μέσα απ'το πλαστικό στραγγιστήρι για τα μακαρόνια και ο υπολογιστής, στο τραπέζι της κουζίνας, έχει την οθόνη στηριγμένη σ'ένα γυάλινο μπουκάλι. Θα πρεπε να'ταν στο ψυγείο, το μπουκάλι.
Η εξουσία είναι στα χέρια μου,
αυτό σκέφτομαι μερικές φορές, κοιτώντας την σκιά μου απάνω στο κράσπεδο,
Εσύ δεν ισχυρίστηκες ποτέ κάτι τέτοιο για τον εαυτό σου, μα κάπως τα κατάφερες και την πήρες, από όλους, όντας φανταστικός άνθρωπος στα μάτια μου, μέσα στην φανταστική σου ησυχία,
εκείνη που θέλεις να κρατάς όταν σκέπτεσαι,
Ήσουνα από κείνους που φαίνονται να παριστάνουν ότι δεν φοβούνται,
αντ'αυτού, σε φοβήθηκα εγώ.
Φοβόμουν πως θα μ'αφήνες να κοιτάω το φως που ρέει απ'τις σχισμές, απ'τα παντζούρια σου, που από μέσα έχει κάνει φωλιά ένα γκρίζο, ήρεμο σκοτάδι κι απ'έξω τα κτήρια παρατημένα στο φως, και κάτω απ'αυτά, μπάζο και σαβούρα,
το πανέμορφο αυτό θέαμα,
πως θα έφευγες, και πως θα'σουν χαρούμενος μόνος σου,
και το φοβόμουν κάθε μέρα,
επειδή είχα ακόμα, μια μικρή, ανήσυχη ελπίδα, ότι μια μέρα, θα καθόσουν να το κοιτάξουμε μαζί,
το κλισέ, κουτό, ψεύτικο θέαμα,
με κλισέ, κουτά, αληθινά λόγια,
χωρίς καμία εξουσία από μέρους μας, να επιβάλλεται απ'τον έναν στον άλλον,
(καθώς θα'ταν ο μόνος τρόπος να μην μας επιβάλλεται στο διάστημα αυτό καμία εξωτερική),
χωρίς να είχα κάποια ελπίδα, ότι εαν αυτό συνέβαινε, θα κρατούσε για πάνω από ένα διάστημα,
και χωρίς καμία αμφιβολία ότι πρωτού αυτό το διάστημα τέλειωνε,
θα φοβάμουν κάθε μέρα τα ίδια πράγματα,
αγαπώντας την αθλιότητα του ρομαντισμού που πάντοτε κατέκρινα,
τυλιγμένη γύρω σου και πικρή,
θα γινότανε κάθε μέρα πιο κλισέ,
για σένα,
ώσπου να την βαρεθείς κι ώσπου εγώ θα βαριόμουν τον εαυτό μου,
και να χανόταν αυτό το μικρό αυτό ξέσπασμα, να κούρνιαζε μέσα στις σαβούρες, εκεί έξω,
να έλαμπε μια τέλευταία φορά, έτσι κλισέ, απάνω στα σίδερα, ένα καυτό μεσημέρι μήνες αργότερα,
και θα'ταν η τελευτάια του φορά,
επάνω στη σγουριά, επάνω στα χέρια σου, σε μια τυχάια μικρή κίνηση,
κι επάνω στα δικά μου, επάνω σε κάποια κίνηση που δε θα'ναι καθόλου τυχαία.
Ανώνυμο